πρωνος

πρωνος
    πρωνός
    Anth. gen. к πρών См. πρων

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πρωνος" в других словарях:

  • Πρωνός — Πρών foreland masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνός — πρών foreland masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θόρναξ — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. 1. Λόφος της Αργολίδας, στη χερσόνησο της Ερμιόνης. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι κάτοικοι της περιοχής τον ονόμαζαν Κοκκύγιο, γιατί πίστευαν ότι εκεί o Δίας μεταμορφώθηκε σε κόκκυγα (κούκο). Στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»